ψέκτης

Revision as of 10:41, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A censurer, faultfinder, Hp.Acut.6, Pl.R.589c, Lg.639c.

German (Pape)

[Seite 1392] ὁ, der Verkleinerer, Tadler, Plat. Rep. IX, 589 c Legg. 1, 639 c, Ggstz von ἐπαινέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ψέκτης: -ου, ὁ, (ψέγω) ὁ ψέγων, κατακρίνων, ὑποβιβάζων τὴν ἀξίαν τινός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 589C, Νόμ. 639Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui blâme, censeur, critique.
Étymologie: ψέγω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ ψέγω
κατήγορος, επικριτής
νεοελλ.
φιλοκατήγορος.

Greek Monotonic

ψέκτης: -ου, ὁ (ψέγω), επικριτής, κατήγορος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ψέκτης: ου ὁ порицатель, хулитель Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψέκτης -ου, ὁ [ψέγω] criticus.

Middle Liddell

ψέκτης, ου, ὁ, ψέγω
a censurer, disparager, Plat.

English (Woodhouse)

one who blames