ἀδιάξεστος
English (LSJ)
ον, A unpolished, Gal.UP11.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάξεστος: -ον, ὁ μὴ ἐξεσμένος, ἐστιλβωμένος, ἄξεστος, Γαλην. 4. σ. 574.
Spanish (DGE)
-ον no pulido Gal.3.897.
ον, A unpolished, Gal.UP11.13.
ἀδιάξεστος: -ον, ὁ μὴ ἐξεσμένος, ἐστιλβωμένος, ἄξεστος, Γαλην. 4. σ. 574.
-ον no pulido Gal.3.897.