ἀκέντριστος

Revision as of 11:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, = foreg. 1, Hsch., EM432.11. -ρος, ον,    A stingless, κηφῆνες Pl.R.552c, 564b; without spur, of a cock, Clyt.1; without thorns, βάτος Ph.2.91.    2 not responding to the spur, of horses, Hippiatr.105: metaph., of style, pointless, Longin.21.2.    II not occupying a cardinal point, Man. 5.108, Vett. Val.89.30.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέντριστος: -ον, = ἀκέντητος, Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ον
no aguijado, no domeñado Hsch.η 295, EM 432.11G.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέντριστος, -ον) κεντρίζω
1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα)
2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο
3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.