ἀκατασχεσία

Revision as of 11:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A ungovernableness, Ptol.Tetr.170.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατασχεσία: ἡ, τὸ ἀκατάσχετον καὶ ἀκυβέρνητον, Πτολ., κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
inestabilidad, desequilibrio, descontrol ἀκατασχεσίαις καὶ ἀπαλλατριώσεσι τῶν οἰκείων Heph.Astr.2.16.5, Ptol.Tetr.3.15.5 (cód., pero cf. ἀκαταστασία).

Greek Monolingual

η (Α ἀκατασχεσία) ἀκατάσχετος
η ιδιότητα του ακατάσχετου.