ἀμβλυδερκής
English (LSJ)
ές, A dull of sight, Nicom. Trag. ap. Phot.p.89 R.
Spanish (DGE)
(ἀμβλῠδερκής) -ές miope ὄμμα Nicom.Trag.1.
Greek Monolingual
ἀμβλυδερκής, -ές (Μ)
αυτός που έχει αμβλεία, αδύνατη όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -δερκὴς < δέρκομαι.