ἀμετάπταιστος

Revision as of 12:39, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A infallible, πρόρρησις Gal.17(1).863.

German (Pape)

[Seite 122] dasselbe, eigtl. der nicht straucheln kann, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάπταιστος: -ον, μὴ ὑποπίπτων εἰς πταῖσμα, ἀναμάρτητος, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ον
infalible χρὴ δὲ τὰς προρρήσεις ἢ ἀμεταπταίστους εἶναι διὰ παντὸς ἢ σπανιάκις σφάλλεσθαι Gal.17(1).863.

Greek Monolingual

ἀμετάπταιστος, -ον (Α) [μεταπταίω]
1. αυτός που δεν μπορεί να φταίξει, να σφάλει
2. αμετάβλητος, σταθερός.