ὁ, A clothing, D.H.8.62 (v.l. -ασμός).
[Seite 139] ὁ, dasselbe, Dion. H. 8, 62, v. l. für ἀμφιασμός.
ἀμφιεσμός: ὁ, = τῷ προηγ., Διον. Ἁλ. 8. 62· ἑτέρα γραφ. -ασμός.
v. ἀμφιασμός.
ἀμφιεσμός, ο (Α) ἀμφιέννυμιενδυμασία, περιβολή.