ἀνάλιπος

Revision as of 12:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾱλ], ον, Dor. for ἀνήλιπος,    A barefoot, f.l. in Theoc.4.56.

German (Pape)

[Seite 196] (dor. für ἀνήλιπος, v. ἦλιψ), unbeschuht, Theocr. 4, 56 (nicht aus πούς u. ἑλίσσω zsgstzt).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλιπος: [ᾱν], ον, Δωρ. ἀντὶ ἀνήλιπος, ἀνυπόδητος, «ἀνάλιπος, ἤγουν ἀνυπόδητος, ἐξ οὖ καὶ πέδιλον τὸ ὑπόδημα· ἦλιψ γὰρ τὸ ὑπόδημα», (Σχόλ.) Θεόκρ. 4. 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor.
sans chaussures, nu-pieds.
Étymologie: ἀ, ἦλιψ ; cf. νήλιπος.

Spanish (DGE)

ἀνυπόδητος Hsch.α 4327 (u.l. de νήλιπος Theoc.4.56 ap. crít.).

Greek Monotonic

ἀνάλιπος: [ᾱλ], -ον, Δωρ. αντί ἀν-ήλιπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάλιπος: дор. = ἀνήλιπος.

Middle Liddell

doric for ἀν-ήλιπος.