ἀναδικεῖν
English (LSJ)
defect. aor., A throw back, Ep. 3sg. ἄνδικε AB394.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδῐκεῖν: ἐλλειπτ. ἀόρ., ἀναρρίπτειν. Ἐπ. γ΄ ἑν. πρόσ. προστ. «ἄνδικε: ἀνάρριψον» Α. Β. 394.
defect. aor., A throw back, Ep. 3sg. ἄνδικε AB394.
ἀναδῐκεῖν: ἐλλειπτ. ἀόρ., ἀναρρίπτειν. Ἐπ. γ΄ ἑν. πρόσ. προστ. «ἄνδικε: ἀνάρριψον» Α. Β. 394.