ἀνισόμετρος
English (LSJ)
ον, A not commensurate with, τινί Aret.SD2.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσόμετρος: -ον, ὁ ἔχων ἄνισον μέτρον πρός τινα, τινὶ Ἀρετ. Αἴτ. Χρον. Παθ. 2. 2.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no guarda relación πολυποσίη ἀ. οὔροισι πολλοῖσι en la diabetes, Aret.SD 2.2.1.
2 adv. -ως en medida desigual Cyr.Al.Chr.Un.51.768B.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνισόμετρος -ον)
βλ. ασύμμετρος.