ἀντικατάλλαξις

Revision as of 14:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A profits of commerce, D.L.7.99, BGU1210.177 (ii A. D., pl.).

German (Pape)

[Seite 252] ἡ. der Gewinn von einer Unternehmung, Diog. L. 7, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικατάλλαξις: -εως, ἡ, τὸ ἐκ τοῦ ἐμπορίου κέρδος, Διογ. Α. 7. 99.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Grafía: graf. αλα- PGnom.90
beneficio, compensación ἐκ τῆς πραγματείας D.L.7.99, cf. PGnom.177 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἀντικατάλλαξις, η (Α)
εμπορικό κέρδος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικατάλλαξις: εως ἡ прибыль, выгода, польза Diog. L.