ἀξιοπιστία

Revision as of 14:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A trustworthiness, Hipparch.1.1.7, Phld.Rh.1.45S., D.S.1.23, Longin. 16.2, etc.    2 plausibility, J.BJ1.32.2; credibility, Alex.Fig.1.17.

German (Pape)

[Seite 270] ἡ, Glaubwürdigkeit, D. Sic. 1, 23; Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοπιστία: ἡ, τὸ εἶναί τινα ἀξιόπιστον, Διόδ. 1. 23. 2) τὸ φαίνεσθαι ἀξιόπιστον, τὸ εὐλογοφανές, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 credibilidad ἡ γὰρ τῶν ποιημάτων χάρις ἀξιοπιστίαν τινὰ τοῖς λεγομένοις περιτίθησι Hipparch.1.1.7, ἔχειν ἀξιοπιστίαν Phld.Rh.p.85Aur., cf. D.S.1.23, Alex.Fig.1.17, Longin.16.2.
2 verosimilitud προορῶμαι τὴν μέλλουσαν ἀ. I.BI 1.627.
3 crédito en transacciones comerciales, Tat.Orat.25.

Greek Monolingual

η (Α ἀξιοπιστία)
ιδιότητα του αξιόπιστου
αρχ.
το να φαίνεται κάτι εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιοπιστία: ἡ вероятность, правдоподобие (ἔν τινι Diod.).