A v. ἄνωγα.
ἀνώξω: ἴδε ἐν λ. ἄνωγα.
v. ἀνώγω.
v. ἄνωγα.
ἀνώξω: μέλ. του ἀνώγω· βλ. ἄνωγα.
ἀνώξω: fut. к ἀνώγω.