ἀποδιωθέω

Revision as of 14:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A thrust away, Hices. ap. Ath.3.87d, cf. Hp.Mul.2.201, Aspasiaap.Aët.16.72:—Med., Ar.Byz.Epit.10.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιωθέω: μέλλ. -διώσω, ἀπωθῶ διά τινος, «τοῖς δὲ ἀσθενῆ τὸν στόμαχον ἔχουσι καὶ μὴ ῥᾳδίως ἀποδιωθοῦσι τὴν τροφὴν εἰς τὸ κύτος τῆς κοιλίας χρήσιμοι» Ἱκέσιος παρ’ Ἀθ. 87, πρβλ. Ἱππ. 669.

Spanish (DGE)

1 empujar la matriz, Hp.Mul.2.201, τὴν τροφὴν εἰς τὸ κύτος τῆς κοιλίας Hices. en Ath.87d, cf. Aspasia en Aët.16.72.
2 en v. med. echar fuera αἱ μέλισσαι τοὺς τῷ μύρῳ χρωμένους καὶ εἰσίοντας τύπτουσαι ἀποδιωθοῦνται Ar.Byz.Epit.10.9
fig. apartar de sí τὴν ἀλήθειαν Clem.Al.Strom.7.16.103, ἁγνείαν Meth.Symp.9.4 (p.119.8).