ἀποκρυφή

Revision as of 14:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A hiding-place, LXXJb. 22.14, al.

German (Pape)

[Seite 309] ἡ, Verborgenheit, Schlupfwinkel, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρῠφή: ἡ, μέρος διὰ κρύψιμον, κρυπτήριον, Ἑβδ. (Ἰὼβ. κβ΄, 14 κ. ἀλλ.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 escondrijo νέφη ἀποκρυφὴ αὐτοῦ las nubes son su escondrijo LXX Ib.22.14, cf. 2Re.22.12, Aq.Ps.31.7.
2 ocultación Ἄρειος δὲ σάρκα μόνην πρὸς ἀποκρυφὴν τῆς θεότητος ὁμολογεῖ Ath.Al.M.26.1136C.

Greek Monolingual

ἀποκρυφή, η (AM) αποκρύπτω
μσν.
κρύψιμο, απόκρυψη
αρχ.
μέρος κατάλληλο για κρύψιμο.