ἀπομίμησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A imitation, Hp.Vict.1.10, Arist.Rh.Al. 1420b16, Phld. Lib.p.450., J.AJ3.7.7, Plu.Num.14.
German (Pape)
[Seite 315] ἡ, das Nachahmen, Nachbilden, Hippocr.; Arist. rhet. Alex. praef.; Plut. Num. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομίμησις: -εως, ἡ τὸ πράττειν τι κατὰ μίμησιν, ἡ μίμησίς τινος, Ἱππ. 344. 34, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 1. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
imitation exacte.
Étymologie: ἀπομιμέομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
imitación τοῦ ὅλου Hp.Vict.1.10, I.AI 3.180, τῆς τοῦ κόσμου περιφορᾶς Plu.Num.14
•abs., Phld.Lib.p.45.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομίμησις: εως (μῑ) ἡ точное воспроизведение, подражание (ἔκ τινος Arst.; τινος Plut.).