ἀρρενομίκτης
English (LSJ)
ου, ὁ, A = ἀρρενοκοίτης, (ἀρσ-) Man.4.590.
Greek Monolingual
ἀρρενομίκτης, ο (Α)
ο αρσενοκοίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -μικτης < μείγνυμι].
ου, ὁ, A = ἀρρενοκοίτης, (ἀρσ-) Man.4.590.
ἀρρενομίκτης, ο (Α)
ο αρσενοκοίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -μικτης < μείγνυμι].