ἀτρεής

Revision as of 16:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A = ἄτρεστος: acc. ἀτρέα for ἀτρεέα, Euph.125; also, not to be feared, pl., ἀτρεῖες (for ἀτρεέες) ἀνάγκαι IG14.1389ii 18.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [ac. sg. ἀτρέα Euph.161; nom. plu. ἀτρεῖ<ε>ς Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.77]
intrépido ἀτρέα δῆμον Ἀθηνῶν Euph.l.c.
que no retrocede, implacable ἐπὶ οὐ μοιρέων ἀτρεῖ<ε>ς ἀνάγκαι Marc.Sid.l.c.

• Etimología: v. ἄτρεστος.

Greek Monolingual

ἀτρεής, -ές (Α) τρέω
1. ο άφοθος
2. εκείνος που δεν προκαλεί φόβο.