ἀφαιρέτης
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who deprives, χρόνων Vett.Val.55.18, cf. Ptol.Tetr.189, Sch. Od.13.224, Suid. s.v. ἐξαίτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαιρέτης: ὁ, ὁ ἀφαιρῶν ἢ ἁρπάζων τι, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ν.224, Σουΐδ. ἐν λέξει ἐξαίτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que quita o se lleva c. gen. χρόνων de Saturno, Vett.Val.54.16, cf. Ptol.Tetr.4.6.1, ἐγὼ ἁμαρτιῶν ἔνοχος, αὐτὸς δὲ ἁμαρτιῶν ἀ. Hippol.Theoph.3
•ladrón λωποδύτης ὁ τούτων ἀ., λῃστής Sch.Od.13.224, Sud.s.u. ἐξαίτης.