ἀτήρητος

Revision as of 16:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A unobserved, unnoticed, Them.Or.23.294c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτήρητος: -ον, ἀπαρατήρητος, Θεμίστ. 294C.

Spanish (DGE)

-ον
de pers. inobservado, inadvertido Them.Or.23.294c.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀτήρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί
αρχ.
απαρατήρητος.