A v. ἀναπνέω.
ἄμπνυε: ἀμπνύνθη, ἄμπνῡτο, ἴδε ἐν λ. ἀναπνέω.
impér. ao.2 poét. de ἀναπνέω.
see ἀναπνέω.
v. ἀναπνέω.
ἄμπνυε: ἀμ-πνύνθη, ἄμ-πνῦτο, βλ. ἀναπνέω.