Dor. for ἦμος, A as, when, Theoc.4.61, etc.
[Seite 128] dor. = ἦμος, als.
ἆμος: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἦμος, ὡς, ὅτε. Θεόκρ. 4. 61, κτλ.
v. ἦμος.
ἆμος: Δωρ. αντί ἦμος, όταν, σε Θεόκρ.
ἆμος: дор. = ἦμος.