Ἀττικηρῶς
English (LSJ)
Adv. A in Attic fashion, Alex.213.4.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀττῐκηρῶς: κατὰ τὸν Ἀττικὸν τρόπον, Ἄλεξ. ἐν «Συντρέχουσιν» 1. 4.
Spanish (DGE)
adv. al modo ático μέλλοντα δειπνίζειν γὰρ ἄνδρα Θετταλὸν οὐκ Ἀττικηρῶς Alex.213.4.
Adv. A in Attic fashion, Alex.213.4.
Ἀττῐκηρῶς: κατὰ τὸν Ἀττικὸν τρόπον, Ἄλεξ. ἐν «Συντρέχουσιν» 1. 4.
adv. al modo ático μέλλοντα δειπνίζειν γὰρ ἄνδρα Θετταλὸν οὐκ Ἀττικηρῶς Alex.213.4.