ἐδείδιμεν

Revision as of 17:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἐδᾰφ-δῐσαν,    A v. δείδω. ἔδεκτο, v. δέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, ἴδε δείδω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. pqp. épq. de δείδω.

English (Autenrieth)

see δείδω.

Greek Monotonic

ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, Επικ. αʹ και γʹ πληθ. υπερσ. του δείδω.

Russian (Dvoretsky)

ἐδείδῐμεν: эп. 1 л. pl. ppf. к δείδω.