εως, ἡ, A decoration, v.l. for κόσμησις, Dsc.5.94.
[Seite 764] ἡ, Ausschmückung, Diosc.
ἐκκόσμησις: -εως, ἡ, κόσμησις, στολισμός, Διοσκ. 5. 109.