ἐλευθερόστομος

Revision as of 17:44, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A free-spoken, γλῶσσα A.Supp.948.

German (Pape)

[Seite 796] freies Mundes, freimüthig; γλῶσσα Aesch. Suppl. 926.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθερόστομος: -ον, ὁ ἐλευθέρως λαλῶν, σαφῆ δ’ ἀκούεις ἐξ ἐλευθεροστόμου γλώσσης Αἰσχύλ. Ἱκ. 948.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle librement ou avec franchise.
Étymologie: ἐλεύθερος, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐλευθερόστομος, -ον)
αυτός που μιλά με θάρρος και παρρησία
νεοελλ.
όποιος χρησιμοποιεί άσεμνες λέξεις και εκφράσεις.

Russian (Dvoretsky)

ἐλευθερόστομος: свободно говорящий, откровенный (γλῶσσα Aesch.).

English (Woodhouse)

bold of speech, free of speech