ἐμβιωτήριον
English (LSJ)
τό, A place to live in, dwelling, D.S.5.19.
German (Pape)
[Seite 805] τό, Aufenthaltsort, Wohnung, θεῶν D. Sic. 5, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβιωτήριον: τό, τόπος πρὸς κατοικίαν, Διόδ. 5. 19.
Spanish (DGE)
-ου, τό
lugar para vivir, morada Timae.164.19.5, θεῶν τινων, οὐκ ἀνθρώπων ... ἐ. D.S.5.19.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβιωτήριον: τό жилище, обиталище (θεῶν Diod.).