ἐμπαίκτης

Revision as of 17:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A mocker, deceiver, LXXIs.3.4, 2 Ep.Pet.3.3, Ep.Jud. 18.

German (Pape)

[Seite 809] ὁ, der da verspottet, der Betrüger, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ ἐμπαίζων, ὁ ἀπατῶν, ἀπατεών, Ἐπιστ. Β΄ Πέτρου γ΄, 3, Ἰούδ. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui se joue de, imposteur.
Étymologie: ἐμπαίζω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 escarnecedor, burlador ἐμπαῖκται κυριεύσουσιν αὐτῶν LXX Is.3.4, ἐν ἐμπαιγμονῇ ἐμπαῖκται ... πορευόμενοι 2Ep.Petr.3.3, cf. Ep.Iud.18, Phys.A 53.
2 embaucador τί οὖν ἐνπαίκτην λέγεις τὸν Χριστὸν; Ps.Caes.134.1.

English (Strong)

from ἐμπαίζω; a derider, i.e. (by implication) a false teacher: mocker, scoffer.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3), ἐμπαικτου, ὁ, (ἐμπαίζω), a mocker, a scoffer: Isaiah 3:4. Not used by secular authors.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εμπαίκτρια, η) (AM ἐμπαίκτης, ο
Μ και θηλ. ἐμπαίκτρια)
αυτός που εμπαίζει, που εξαπατά.

Greek Monotonic

ἐμπαίκτης: -ου, ὁ, είρωνας, απατεώνας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐμπαίκτης: ου ὁ насмешник, хулитель NT.

Middle Liddell

ἐμπαίκτης, ου, [from ἐμπαίζω
a mocker, deceiver, NTest.

Chinese

原文音譯:™mpa⋯kthj 恩-派克帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在內-打擊(者)
字義溯源:戲弄人者,譏誚者,欺騙者,好譏誚的;源自(ἐμπαίζω)=愚弄);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(παίζω)-遊戲)組成;而 (παίζω)出自(παῖς)*=孩童)
出現次數:總共(2);彼後(1);猶(1)
譯字彙編
1) 好譏誚的人(1) 猶1:18;
2) 好譏誚的(1) 彼後3:3