ἐνδιαπρέπω

Revision as of 18:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A to be distinguished in, γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4.5.

German (Pape)

[Seite 833] sich hervorthun in, τινί, D. Sic. exc. 538, 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαπρέπω: διαπρέπω ἔν τινι, γυμνασίαις πολεμικαῖς ἐνδιαπρέποντες Διοδ. Ἀποσπ. 533. 49.

Spanish (DGE)

distinguirse, sobresalir, destacar c. dat. γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4, μελῳδίαις βιβλιακαῖς Eust.1941.51, abs. μεγάλως I.AI 18.297.

Greek Monolingual

ἐνδιαπρέπω (Α)
διαπρέπω σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαπρέπω: выделяться, отличаться (γυμνασίαις πολεμικαῖς Diod.).