ἐνοχοποιός
English (LSJ)
όν, A creating obligations, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοχοποιός: ὁ, ὁ ἐνοχοποιῶν τινα, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-όν obligatorio, vinculante, Gloss.2.299.
όν, A creating obligations, Gloss.
ἐνοχοποιός: ὁ, ὁ ἐνοχοποιῶν τινα, Γλωσσ.
-όν obligatorio, vinculante, Gloss.2.299.