ἐξαρμόζω

Revision as of 18:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

in Pass.,    A to be displaced, wrenched out, τὰ πλευρὰ ἐξήρμοστο τῶν σπονδύλων Philostr.Her.1.3; ἐξηρμοσμέναι πέτραι Id.Im. 2.17; ἐξήρμοσται τὰς κνήμας ib.4.

German (Pape)

[Seite 872] aus den Fugen bringen, Philostr. Imagg. 2, 4 ὁ τροχὸς ἐξήρμοσται τὰς κνήμας.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρμόζω: ἐν τῷ Παθ., ὑφίσταμαι διάλυσιν τῶν ἁρμῶν, τροχοὶ δ’ ἅρματος ὁ μὲν ἐξήρμοσται τὰς κνήμας Φιλόστρ. 815. ΙΙ. τὰ πλευτά... ἔχοντες ἐξηρμοσμένα, καλῶς ἡρμοσμένα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 3, 6.

Spanish (DGE)

I tr.
1 acoplar perfectamente, encajar, ajustar en v. pas. κιονίσκοι ... τὰ πλεῦρα τῆς βάσεως ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐν αὑτοῖς ἔχοντες ἐξηρμοσμένα columnitas que tenían perfectamente acoplados los lados de la base por cada una de las dos partes I.AI 8.82.
2 desarticular, desencajar καὶ τὸ ὑγιαῖνον (μέλος), εἰ βούλοιτο, διὰ τῆς αὐτῆς τέχνης ἐξήρμοσε Gr.Nyss.Eun.2.188.
II intr., en v. med.-pas. desmembrarse, desarticularse, desajustarse, desgajarse ὁ μὲν (τροχός) ἐξήρμοσται τὰς κνήμας una de la ruedas está desarticulada, e.e., se le han desajustado los radios Philostr.Im.2.4, cf. 17, ἐξαρμοσθέντων ὀστῶν Cyr.Al.M.69.956B, c. gen. τὰ πλευρὰ ἐξήρμοστο τῶν σπονδύλων Philostr.Her.10.8, ὅτι διαστραφὲν ἐξηρμόσθη τοῦ κόσμου Gr.Nyss.Hom.in Eccl.303.11, fig. καθάπερ τι μέλος τῆς ψυχῆς ὁ λογισμὸς ... ἐξαρμόζεται Gr.Nyss.Pss.73.20.

Greek Monolingual

(AM ἐξαρμόζω)
διαλύω τους αρμούς, αποσυνδέω από τις αρμογές, αποσυνθέτω
μσν.
εξαρμόζομαι
παθαίνω εξάρθρωση.