ὁ, A rebellion, Aq.Na.3.1.
ἐξαυχενισμός: ὁ, ἐκτραχηλισμός, αὐθάδεια, ἐξαυχενι(α)σμοῦ πλήρης ἀδικίας Ἀκύλ. ἐν Ναούμ., Γ΄, 1.