ἐξῃρημένως

Revision as of 18:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.    A transcendentally, v. ἐξαιρέω.

German (Pape)

[Seite 881] ausnahmsweise, Olympiod.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῃρημένως: Ἐπίρρ., κατ’ ἐξοχήν, ἰδίως, Ἑλλάδιος παρὰ Φωτίῳ ἐν Βιβλιοθήκῃ σ. 534. 27.

Greek Monolingual

ἐξηρημένως (Α)
επίρρ.
1. εξαιρετικά, υπερβολικά
2. τελικά, τελευταία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. του εξηρημένος < εξαιρούμαι].