ἐπίπαιμα

Revision as of 19:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A = ἐπίπταισμα, πρόσκομμα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπαιμα: τό, «ἐπίπταισμα, πρόσκομμα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐπίμαιμα και ἐπίπαισμα, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπαισμα
πρόσκομμα».