ἐπιπαραδέχομαι
English (LSJ)
Gramm., A take besides, ἄρθρον A.D.Synt.170.13.
Greek Monolingual
ἐπιπαραδέχομαι (Α)
γραμμ. παίρνω, δέχομαι επιπρόσθετα («ἐπιπαραδέχεται ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.).
Gramm., A take besides, ἄρθρον A.D.Synt.170.13.
ἐπιπαραδέχομαι (Α)
γραμμ. παίρνω, δέχομαι επιπρόσθετα («ἐπιπαραδέχεται ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.).