ἐπιστροφεύς
English (LSJ)
έως, ὁ, A turning on a pivot, a name for the first of the neck-vertebrae, Poll.2.131. II. one who causes to return to its source, τοῦ γενομένου κόσμου Dam.Pr.270.
German (Pape)
[Seite 986] ὁ, der Umdreher, so hieß der erste Halswirbel, Poll. 2, 131.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστροφεύς: έως, ὁ, ὄνομα τοῦ πρώτου σπονδύλου τοῦ τραχήλου, «τῶν δὲ σφονδύλων ὁ μὲν πρῶτος, ὁ σὺν τῷ τραχήλῳ στρεφόμενος, ἐπιστροφεὺς ὀνομάζεται» Πολυδ. Β΄, 131.