ἐχθρικός

Revision as of 22:07, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A hostile, interpol. in Hermog.Id.1.8, cf. Astramps. Onir.1.

German (Pape)

[Seite 1125] vom Feinde, feindlich, Suid. v. ἄνθρακες.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθρικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐχθρικῶν δὲ καὶ πολεμίων Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 239. 18· ἄνθραξι βαίνειν ἐχθρικὴν δηλοῖ βλάβην Ἀστραμψύχου Ὀνειροκρ. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐχθρικός, -ή, -όν) εχθρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εχθρό ή προέρχεται από αυτόν («εχθρικός στρατός»)
νεοελλ.
αυτός που φανερώνει έχθρα («εχθρική συμπεριφορά»).
επίρρ...
εχθρικώς και -ά
κατά τρόπο εχθρικό.