ἑπτάσημος

Revision as of 22:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    A of seven times, in metre, συζυγίαι Heph.11.5, cf. 12.1, Aristid.Quint.1.14.

German (Pape)

[Seite 1013] siebenzeitig, Hephaest.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάσημος: -ον, ἀποτελούμενος ἐξ ἑπτὰ χρονικῶν σημείων, Ἡφαιστ. 11. 9.

Greek Monolingual

ἑπτάσημος, -ον (Α)
αυτός που απαρτίζεται από επτά χρονικά σημεία («ἑπτάσημοι συζυγίαι», Ηφαίστ.).