ἡνιοχευτικός

Revision as of 23:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,= ἡνιοχικός, ἀρετή Sch.Pi.O.10(11).83. Adv.    A -κῶς Et.Gud. 672.29.

German (Pape)

[Seite 1172] ή, όν, das Wagenlenken betreffend, τέχνη Schol. Pind. Ol. 10, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχευτικός: ἡ, όν, = ἡνιοχικός, Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.

Greek Monolingual

ἡνιοχευτικός, -ή, -όν (Α) ηνιοχεύω
ηνιοχικός («ἡνιοχευτική ἀρετή», Σχόλ. στον Πίνδ.).
επίρρ...
ἡνιοχευτικῶς
με ηνιοχευτικό τρόπο.