ἰαμβοειδής

Revision as of 23:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A like an iambus, Aristid.Quint.1.17.

German (Pape)

[Seite 1233] ές, einem Jambus ähnlich, Arist. Quint.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ἴαμβον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 39. 40.

Greek Monolingual

ἰαμβοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με ίαμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -ειδής (< είδος)].