ἰαμβοειδής
English (LSJ)
ές, A like an iambus, Aristid.Quint.1.17.
German (Pape)
[Seite 1233] ές, einem Jambus ähnlich, Arist. Quint.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ἴαμβον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 39. 40.
Greek Monolingual
ἰαμβοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με ίαμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -ειδής (< είδος)].