ἵλαμαι

Revision as of 23:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

=    A ἱλάομαι, ἵλαμαι δέ σ' ἀοιδῇ h.Hom.19.48, 21.5; Ἄρτεμιν ἵλασθαι θέλξα

German (Pape)

[Seite 1250] ep. = ἱλάσκομαι; σὲ ἀοιδῇ H. h. 20, 5; ἵλαθι s. unter ἵλημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἵλαμαι: μεταγεν. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἱλάομαι, ἱλάσκομαι, ἵλαμαι δέ σ’ ἀοιδῇ Ὁμ. Ὕμν, 20. 5· Ἀργοτέρην Ὀρφ. Ἀργ. 942· πρβλ. ἵλημι ῐ ἐν Ὁμ. Ὕμν., ῑ ἐν Ὀρφικ. ἐν ἄρσει.

Greek Monolingual

ἵλαμαι (Α)
(επικ. τ.) βλ. ιλάσκομαι.

Greek Monotonic

ἵλᾰμαι: = ἱλάσκομαι, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἵλᾰμαι: и ἱλάομαι (ῐ) Hom. = ἱλάσκομαι.