ὀκτάτομος
English (LSJ)
ον, A divided into eight tomes, βίβλος Alex.Trall.7.9.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάτομος: -ον, ὁ εἰς ὀκτὼ τόμους διῃρημένος, βίβλος Ἀλέξ. Τραλλ. 7. 368.
Greek Monolingual
και οχτάτομος, -η, -ο (ΑΜ ὀκτάτομος, -ον)
αυτός που αποτελείται από οκτώ τόμους ή που διαιρείται σε οκτώ τόμους («οκτάτομη εγκυκλοπαίδεια»).