A v. οὐγκία.
ὀγκία: ἴδε ἐν λ. οὐγκία.
ὀγκία, ἡ (ΑΜ)βλ. ουγγιά.
ὀγκία: (~ лат. uncia) унция (из сикульского) (Тронский)