ὀπισθότερος
English (LSJ)
α, ον, A = ὀπίστερος, Arat.148.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθότερος: -α, -ον, = ὀπίστερος, Ἄρατ. 148.
Greek Monolingual
ὀπισθότερος, -έρα, -ον (Α) όπισθεν
ὀπίστερος.
α, ον, A = ὀπίστερος, Arat.148.
ὀπισθότερος: -α, -ον, = ὀπίστερος, Ἄρατ. 148.
ὀπισθότερος, -έρα, -ον (Α) όπισθεν
ὀπίστερος.