ὀψωνητικός

Revision as of 07:30, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for purveying, τέχνη Ath. 6.228c, 7.313f.

German (Pape)

[Seite 434] ή, όν, zum Einkaufen der Speisen, bes. Fische gehörig; ἡ ὀψωνητική, sc. τέχνη, die Kunst, Fische gut einzukaufen. Ein Buch darüber vom Samier Lynkeus citirt Ath. VII, 313 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀψωνεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν τροφῶν, τέχνη Ἀθήν. 228C, 313F.

Greek Monolingual

ὀψωνητικός, -ή, -όν (Α) οψωνητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά όψων, ιδίως ψαριών.