ὀρωρέχαται
English (LSJ)
ὀρωρέχατο, A v. ὀρέγω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρωρέχαται: ὀρωρέχατο, ἴδε ἐν λ. ὀρέγω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de ὀρέγω.
English (Autenrieth)
see ὀρέγνῦμι.
Greek Monotonic
ὀρωρέχαται: -ᾰτο, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ὀρέγω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρωρέχαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к ὀρέγω.