A v. ὁμολεχής.
[Seite 338] aus demselben Heerhaufen, Sp. – Nach Gramm. auch = ὁμόλεχος.
ὁμόλοχος: ἴδε ἐν λ. ὁμόλεχος.
ὁμόλοχος, -ον (Α) βλ. ομόλεχος.