A v. ὁράω.
[Seite 373] ion. = ὁράω, Her.
ὁρέω: Ἰων. ἀντὶ ὁράω, Ἡρόδ.
ion. c. ὁράω.
ὁρέω (Α)(ιων. ασυναίρ. τ.) βλ. ὁρῶ.
ὁρέω: Ιων. αντί ὁράω, σε Ηρόδ.
ὁρέω, [ionic for ὁράω, Hdt.]