ὑπερορία
English (LSJ)
ἡ, A v. ὑπερόριος 1.2.
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, s. ὑπερόριος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερορία: ἡ, ἴδε ὑπερόριος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
v. ὑπερόριος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ὑπερορία: ἡ, βλ. ὑπερόριος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερορία: ἡ (sc. γῆ) зарубежные края (Xen. etc.; εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν Plat.).