ὑπερορία

Revision as of 08:44, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A v. ὑπερόριος 1.2.

German (Pape)

[Seite 1200] ἡ, s. ὑπερόριος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερορία: ἡ, ἴδε ὑπερόριος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. ὑπερόριος.

Greek Monolingual

η / ὑπερορία, ΝΜΑ
βλ. υπερόριος.

Greek Monotonic

ὑπερορία: ἡ, βλ. ὑπερόριος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερορία: ἡ (sc. γῆ) зарубежные края (Xen. etc.; εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν Plat.).

Middle Liddell

ὑπερορία, ἡ, [v. ὑπερόριος.]