ὑπομόχθηρος

Revision as of 08:50, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A baddish, rather hard, Com.Adesp.476; ἔριον Philostr.Im.2.28; of a word, Poll.2.109.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομόχθηρος: -ον, ἀρκούντως μοχθηρός, τουτὶ μὲν ὑπομόχθηρον, ἄλλο μοι λέγε Ἀνώνυμ. Κωμικ. ποιητ. ἐν Λουκ. Διῒ Τραγῳδ. 38 (Κωμικ. Ἀνώνυμ. 202)· «ὑπομόχθηρος, ὁ ἀθυρόγλωσσος παρ’ Εὐριπίδῃ» Πολυδ. Β΄, 109.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu méchant.
Étymologie: ὑπό, μοχθηρός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομόχθηρος: плоховатый, неважный Luc.